φοινικόπρωρος

φοινικόπρωρος
-ον, Α
(για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί-πρῳρος, κυανό-πρωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”